Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παράλυτος {παραλύτ-ο... παραμίλημα {παραμιλήμ...
παραλύω {παρ-έλυσα... παραμιλητό [ουσ ουδ.]
παραμαγνητικός [επίθ.] παραμιλώ {παραμιλάς...
παραμαγνητισμός {χωρ. πληθ... παραμιλών [επίθ.]
παραμαγούλα [θηλ.ουσ] παραμνησία [θηλ.ουσ]
παραμάνα {χωρ. γεν.... παραμονή {χωρ. πληθ...
παραμεθόριος {παραμεθορ... παραμόνιμος [επίθ.]
παραμελημένος [επίθ.] παραμορφωμένος [επίθ.]
παραμέληση {-ης κ. -ή... παραμορφώνομαι [ρ.]
παραμελώ {παραμελεί... παραμορφώνω {παραμόρφω...
παραμένω {παρέμεινα... παραμόρφωση {-ης κ. -ώ...
παραμένων [επίθ.] παραμορφωτής [ουσ αρσ ]
παραμερίζω (παραμέρ-ι... παραμορφωτικός [επίθ.]
παραμέρισμα [ουσ ουδ.] παραμπαίνω (παραμπήκα...
παραμερισμένος [επίθ.] παραμυθάκι [ουσ ουδ.]
παραμερισμός [ουσ αρσ ] παραμυθάς {παραμυθάδ...
παράμερος {παραμέτρ-... παραμυθατζής [ουσ αρσ ]
παραμετρικός [επίθ.] παραμυθένιος [επίθ.]
παραμετροποίηση [θηλ.ουσ] παραμύθι [ουσ ουδ.]
παραμετροποιώ [ρ.] παραμυθία {παραμυθιώ...
παράμετρος [θηλ.ουσ] παραμύθια [ουσ ουδ πληθ.]
παραμήκιο [ουσ ουδ.] παραμυθιάζω {παραμύθια...
παραμήτριο [ουσ ουδ.] παραμύθιασμα [ουσ ουδ.]
παραμητρίτιδα [θηλ.ουσ] παραμυθολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
παραμικρός [επίθ.] παραμυθολογώ [-είς, -εί...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: