Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαραμόρφωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 deformazione 2 deformità 3 deturpazione 4 falsificazione 5 malformazione 6 sfregio 7 stiracchiamento 8 stortura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |