Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαραμονή
ουσιαστικό θηλυκό 1 vigilia 2 [διαμονή] soggiorno, permanenza permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη άδεια παραμονής = permesso [αρσ.] di soggiorno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |