Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ουρηθρήτιδα {χωρ. γεν.... ουρολογικός [επίθ.]
ουρηθρικός [επίθ.] ουρολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ουρηθροσκοπία [θηλ.ουσ] ουροποιητικός [επίθ.]
ουρηθροσκοπικός [επίθ.] ουροποιογεννητικός [επίθ.]
ουρηθροσκόπιο {ουρηθροσκ... ουροτροπίνη [θηλ.ουσ]
ούρημα {ουρήμ-ατο... ουροφόρος [επίθ.]
ούρηση {-ης κ. -ή... ουροχολίνη [θηλ.ουσ]
ουρητήρας [ουσ αρσ ] ουρτικίδες [θηλ. ουσ πληθ.]
ουρητήριο {ουρητηρί-... ουρώ {ουρείς......
ουρητικός [επίθ.] ούσα [ουσ ουδ.]
ουρί [ουσ ουδ.] ουσάρος [ουσ αρσ ]
ουρία {χωρ. πληθ... ουσία {ουσιών}
ουρικός [επίθ.] ουσιαστικά [επίρ.]
ούριος [επίθ.] ουσιαστικό [ουσ ουδ.]
ουρλιάζω {ούρλιαξα}... ουσιαστικός [επίθ.]
ούρλιασμα [ουσ ουδ.] ουσιαστικότητα [θηλ.ουσ]
ουρλιαχτό [ουσ ουδ.] ουσιώδης {ουσιώδ-ου...
ούρο [ουσ ουδ.] ουσιωδώς [επίρ.]
ουρογενετικός [επίθ.] ουστ [επιφ.]
ουρογεννητικός [επίθ.] ούτε [σύνδ.]
ουρογραφία {χωρ. πληθ... ουτιδανός [επίθ.]
ουροδοχείο [ουσ ουδ.] ουτιδανότης [θηλ.ουσ]
ουροδόχος [επίθ.] ουτοπία {ουτοπιών}
ουρολιθίαση {-ης κ. -ά... ουτοπικός [επίθ.]
ουρολογία {χωρ. πληθ... ουτοπιστής [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: