Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ουρτικίδες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
urticacee
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ουροχολίνη
ουρώ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ουροποιητικός
[επίθ.]
ουροποιογεννητικός
[επίθ.]
ουροτροπίνη
[θηλ.ουσ]
ουροφόρος
[επίθ.]
ουροχολίνη
[θηλ.ουσ]
ουρτικίδες
[θηλ. ουσ πληθ.]
ουρώ
{ουρείς......
ούσα
[ουσ ουδ.]
ουσάρος
[ουσ αρσ ]
ουσία
{ουσιών}
ουσιαστικά
[επίρ.]
ουσιαστικό
[ουσ ουδ.]
ουσιαστικός
[επίθ.]
ουσιαστικότητα
[θηλ.ουσ]
ουσιώδης
{ουσιώδ-ου...
ουσιωδώς
[επίρ.]
ουστ
[επιφ.]
ούτε
[σύνδ.]
ουτιδανός
[επίθ.]
ουτιδανότης
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis