Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόουσία
ουσιαστικό θηλυκό sostanza permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών = controllo [αρσ.] antidoping || στην ουσία = in pratica || οι ναρκωτικές ουσίες [f.] = sostanze [θηλ. πλυθ.] stupefacenti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |