Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ομοχρωμία [θηλ.ουσ] ονειδισμός [ουσ αρσ ]
ομοψυχία {χωρ. πληθ... ονειδιστικός [επίθ.]
ομόψυχος [επίθ.] όνειδος [ουσ ουδ.]
όμποε [ουσ ουδ.] ονειρεμένα [επίρ.]
όμπρα [θηλ.ουσ] ονειρεμένος [επίθ.]
ομπρέλα {ομπρελών} ονειρεύομαι (ονειρ-εύτ...
ομπρελιά [θηλ.ουσ] ονειρευτός [επίθ.]
ομπρελίτσα [θηλ.ουσ] ονειριάζομαι {ονει-ριάσ...
ομπρελοθήκη {ομπρελοθη... ονειρικός [επίθ.]
ομπρός [επίρ.] όνειρο {ονείρ-ου ...
ομπυάζω μππ. ομπυα... ονειροβατώ {ονειροβατ...
ομφαλικός [επίθ.] ονειρογέννητος [επίθ.]
ομφάλιος [επίθ.] ονειρολογία [θηλ.ουσ]
ομφαλίτιδα [θηλ.ουσ] ονειρομαντεία [θηλ.ουσ]
ομφαλοειδής {ομφαλοειδ... ονειροπαρμένος [επίθ.]
ομφαλοκήλη {χωρ. πληθ... ονειροπλασμένος [επίθ.]
ομφαλός [ουσ αρσ ] ονειρόπλαστος [επίθ.]
ομφαλοσκόπος [ουσ αρσ και θηλ.] ονειροπόλημα {ονειροπολ...
ομφαλωτός [επίθ.] ονειροπόληση [θηλ.ουσ]
ομωνυμία {ομωνυμιών... ονειροπόλος [επίθ.]
ομώνυμο [ουσ ουδ.] ονειροπολώ {ονειροπολ...
ομώνυμος [επίθ.] ονειροφαντασία {χωρ. γεν....
όμως [σύνδ.] ονειρώδης {ονειρώδ-ο...
ον [ουσ ουδ.] όνομα {ονόμ-ατος...
ονειδίζω {ονείδισ-α... ονομάζομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: