Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


όνομα
ουσιαστικό ουδέτερο

nome (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ονειρώδης ονομάζομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στο όνομα [+ genitivo] = a nome di || όνομα και πράγμα = di nome e di fatto || βγάζω όνομα = farsi una cattiva reputazione || το βαπτιστικό όνομα = nome [αρσ.] di battesimo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---