Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ολισθητήρας [ουσ αρσ ] ολοένα [επίρ.]
ολκή {χωρ. πληθ... ολοζώντανος [επίθ.]
ολκός [ουσ αρσ ] ολοήμερος [επίθ.]
Ολλανδέζα [θηλ.ουσ] ολοθούριο [ουσ ουδ.]
ολλανδέζικα [ουσ ουδ πληθ.] ολοθουροειδές [ουσ ουδ.]
ολλανδέζικος [επίθ.] ολόθυμος [επίθ.]
Ολλανδή [θηλ.ουσ] όλοι [αντων.]
Ολλανδία [θηλ.ουσ] ολόιδιος [επίθ.]
ολλανδικός [επίθ.] ολόισιος [επίθ.]
Ολλανδός [ουσ αρσ ] ολοκάθαρος [επίθ.]
ολμοβόλο [ουσ ουδ.] ολοκαινής [επίθ.]
όλμος [ουσ αρσ ] ολοκαίνουργιος [επίθ.]
ολόασπρος [επίθ.] ολοκαίνουργος [επίθ.]
ολόγεμος [επίθ.] ολοκαίνουριος [επίθ.]
ολόγερος [επίθ.] ολόκαρδος [επίθ.]
ολόγιομος [επίθ.] ολοκαύτωμα {ολοκαυτώμ...
ολογλήγορος [επίθ.] ολόκληρος [επίθ.]
ολόγραμμα {ολογράμμ-... ολοκλήρωμα {ολοκληρώμ...
ολογράφημα [ουσ ουδ.] ολοκληρωμένος [επίθ.]
ολογραφία {χωρ. πληθ... ολοκληρώνομαι [ρ. παθ.]
ολογραφικός [επίθ.] ολοκληρώνω (ολοκλήρ-ω...
ολόγραφος [επίθ.] ολοκλήρωση {-ης κ. -ώ...
ολόγυμνος [επίθ.] ολοκληρώσιμος [επίθ.]
ολόγυρα [επίρ.] Ολοκληρωτής [ουσ αρσ ]
ολόδροσος [επίθ.] ολοκληρωτικά [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: