Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ολιγοπωλιακός [επίθ.] ολίσθημα {ολισθήμ-α...
ολίγος [επίθ.] ολισθηρά [επίρ.]
ολιγοσακχαρίδιο [ουσ ουδ.] ολισθηρός [επίθ.]
ολιγοσακχαρίτης [ουσ αρσ ] ολισθηρότητα {χωρ. πληθ...
ολιγοσιτία [θηλ.ουσ] ολίσθηση {-ης κ. -ή...
ολιγοσπερμία {χωρ. πληθ... ολισθητήρας [ουσ αρσ ]
ολιγόστευμα [ουσ ουδ.] ολκή {χωρ. πληθ...
ολιγόστευσις [θηλ.ουσ] ολκός [ουσ αρσ ]
ολιγοστός [επίθ.] Ολλανδέζα [θηλ.ουσ]
ολιγουρία [θηλ.ουσ] ολλανδέζικα [ουσ ουδ πληθ.]
ολιγοφαγία [θηλ.ουσ] ολλανδέζικος [επίθ.]
ολιγοφρένεια [θηλ.ουσ] Ολλανδή [θηλ.ουσ]
ολιγοφρενικός [επίθ.] Ολλανδία [θηλ.ουσ]
ολιγοχρήματος [επίθ.] ολλανδικός [επίθ.]
ολιγόχρονος [επίθ.] Ολλανδός [ουσ αρσ ]
ολιγοψυχία {χωρ. πληθ... ολμοβόλο [ουσ ουδ.]
ολιγόψυχος [επίθ.] όλμος [ουσ αρσ ]
ολιγοψυχώ {ολιγοψυχε... ολόασπρος [επίθ.]
ολιγοψώνιο {ολιγοψωνί... ολόγεμος [επίθ.]
ολιγωρία {χωρ. πληθ... ολόγερος [επίθ.]
ολιγωρώ {ολιγωρείς... ολόγιομος [επίθ.]
ολικά [επίρ.] ολογλήγορος [επίθ.]
ολικός [επίθ.] ολόγραμμα {ολογράμμ-...
ολικότητα [θηλ.ουσ] ολογράφημα [ουσ ουδ.]
ολισθαίνω {ολίσθησα} ολογραφία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: