Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ολιγωρία
ουσιαστικό θηλυκό

1 disinteresse
2 distrazione
3 inavvedutezza
4 negligenza
5 pretermissione
6 sbadataggine
7 sprezzo
8 storditaggine
9 trascuranza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ολιγοψώνιο ολιγωρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---