Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μεγεθυμένος [επίθ.] μεθερμήνευση [θηλ.ουσ]
μεγεθύνομαι [ρ.] μεθερμηνεύω {μεθερμήνε...
μεγέθυνση {-ης κ. -ύ... μέθη {χωρ. πληθ...
Μεγεθυντήρας [ουσ αρσ ] Μεθιστορία [θηλ.ουσ]
μεγεθυντικός [επίθ.] Μεθιστορικός [επίθ.]
μεγεθύνω (μεγέθ-υνα... μεθοδεύω {μεθόδευ-σ...
μεγιστάνας [ουσ αρσ ] μεθοδικά [επίρ.]
μέγιστο [ουσ ουδ.] μεθοδικός [επίθ.]
μεγιστοποιημένος [επίθ.] μεθοδικότητα [θηλ.ουσ]
μεγιστοποίηση {-ης κ. -ή... μεθοδισμός {χωρ. πληθ...
μεγιστοποιώ {μεγιστοπο... μεθοδιστής [ουσ αρσ ]
μέγιστος {υπερθ. το... μεθοδολογία {μεθοδολογ...
μέγκενη {δύσχρ. με... μεθοδολογικός [επίθ.]
μεδούλι {μεδουλ-ιο... μέθοδος {μεθόδ-ου ...
μέδουσα {μεδουσών} μεθοκόπος [ουσ αρσ ]
μεζεδάκια [ουσ ουδ πληθ.] μεθοκοπώ {μεθοκοπάς...
μεζεδοπωλείο [ουσ ουδ.] μεθοριακός [επίθ.]
μεζεκλής {μεζεκλήδε... μεθόριος {μεθορί-ου...
μεζές {μεζέδες} ... μεθυλένιο {μεθυλενί-...
μεζούρα [θηλ.ουσ] μεθυλικός [επίθ.]
μεθαδόνη {χωρ. πληθ... μεθύλιο {μεθυλίου}
μεθάνιο {μεθανίου} μεθυλιωμένος [επίθ.]
μεθανόλη [θηλ.ουσ] Μεθυλιώνω [ρ.]
μεθαύριο [επίρ.] μεθυλίωση [θηλ.ουσ]
μέθεξη [θηλ.ουσ] μεθύσι {μεθυσ-ιού...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: