Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμεγέθυνση
ουσιαστικό θηλυκό 1 amplificazione 2 aumento 3 crescita 4 ingrandimento 5 ingrossamento 6 ingrossatura 7 salita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |