Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μέθοδος
ουσιαστικό θηλυκό

metodo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεθοδολογικός μεθοκόπος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η παραγωγική μέθοδος = metodo [αρσ.] deduttivo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---