Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μαρτυρικός [επίθ.] μασκαράς {μασκαράδε...
μαρτύριο {μαρτυρί-ο... μασκαράτα {χωρ. γεν....
μαρτυρολόγιο {μαρτυρολο... μασκαρατζίκος [ουσ αρσ ]
μαρτυρώ {μαρτυρ-εί... μασκάρεμα [ουσ ουδ.]
Μαρωνίτης [ουσ αρσ ] μασκαρεμένος [επίθ.]
μας [επίθ.] μασκαρεύομαι [ρ.]
Μας [ουσ αρσ ] μασκαρεύω {μασκάρ-εψ...
μας [αντων.] μασκαριλίκι [ουσ ουδ.]
μασάζ [ουσ ουδ.] μασκέ [επίθ.]
μασάω [ρ. μτβ.] μασκότ [θηλ.ουσ]
μασέζ [θηλ.ουσ] μασκοφόρος [ουσ αρσ ]
μασέλα {δύσχρ. μα... μασονία {χωρ. πληθ...
μασέρ [ουσ αρσ ] μασονικός [επίθ.]
μάσημα [ουσ ουδ.] μασόνος [ουσ αρσ ]
μασημένος [επίθ.] μασουλίζω [-άς, -ά] ...
μάσηση {-ης κ. -ή... μασούλισμα [ουσ ουδ.]
Μασητικός [επίθ.] μασουλώ {μασουλάς....
μασητός [επίθ.] μασουράκι [ουσ ουδ.]
μασιά [θηλ.ουσ] μασούρι {μασουρ-ιο...
μασίστας {χωρ. γεν.... μασουρίζω {μασούρισ-...
μασίφ [επίθ.] μασούρισμα [ουσ ουδ.]
μάσκα {σπάν. μασ... μασουρίστρα [θηλ.ουσ]
μάσκαρα {χωρ. πληθ... Μασσαλία [θηλ.ουσ]
μάσκαρα [ουσ ουδ.] μασταλγία [θηλ.ουσ]
μασκαραλίκι {χωρ. γεν.... μαστάρι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: