Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μασκαρεύω
ρήμα μεταβατικό

1 dissimulare
2 immascherare
3 mascherare (vt)
4 travestire
5 truccare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μασκαρεύομαι μασκαριλίκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---