Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μαρκαρισμένος [επίθ.] Μάρνη [θηλ.ουσ]
μαρκάρομαι [ρ.] μαρξισμός {χωρ. πληθ...
μαρκάρω (μάρκ-αρα,... μαρξισμός–λενινισμός {χωρ. πληθ...
Μάρκελλος [ουσ αρσ ] μαρξιστής [ουσ αρσ ]
μαρκετερί [θηλ.ουσ] μαρξιστικός [επίθ.]
μάρκετινγκ [ουσ ουδ.] μαροκινός [επίθ.]
μαρκησία {μαρκησίων... Μαροκινός [ουσ αρσ ]
μαρκήσιος {μαρκησί-ο... Μαρόκο [ουσ ουδ.]
μαρκίζα {χωρ. γεν.... μαρούλι [ουσ ουδ.]
Μάρκος [ουσ αρσ ] μαρράνος [ουσ αρσ ]
μαρμαίρω {μόνο σε ε... μαρς [ουσ ουδ.]
μαρμαράς {μαρμαράδε... μαρς! [επιφ.]
μαρμαρένιος [επίθ.] μάρσιπος [ουσ αρσ ]
μαρμάρινος [επίθ.] μαρσιποφόρο [ουσ ουδ.]
μάρμαρο {μαρμάρ-ου... μαρσιποφόρος [επίθ.]
μαρμαρογλύφος [ουσ αρσ ] μαρσπιέ [ουσ ουδ.]
μαρμαροθέτημα {μαρμαροθε... Μάρτης [ουσ αρσ ]
μαρμαρυγή [θηλ.ουσ] Μαρτής [ουσ αρσ ]
μαρμαρυγίας {μαρμαρυγι... μαρτιάτικος [επίθ.]
μαρμάρωμα [ουσ ουδ.] Μαρτινίκα [θηλ.ουσ]
μαρμαρωμένος [επίθ.] Μάρτιος {Μαρτίου}
μαρμαρώνω {μαρμάρω-σ... μάρτυρας {(θηλ. γεν...
μαρμελάδα {χωρ. γεν.... μαρτυρία {μαρτυριών...
μαρμίτα {μαρμιτών} μαρτυρία–κατάθεση [θηλ.ουσ]
μαρνέρος [ουσ αρσ ] μαρτυριάρης {μαρτυριάρ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: