Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμάρτυρας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 testimone (m) 2 religione martire (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααυτόπτης μάρτυρας = testimone [αρσ.] oculare Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |