Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαρράνος
ουσιαστικό αρσενικό

(Μειωτ.) προσωνυμία μουσουλμάνου ή Εβραίου που βαφτίστηκε χριστιανός ESEMPI (Βουστρ. 19219). ETIMOLOGIA [<ιταλ. marrano]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαρούλι μαρς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---