Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μακελάρης [ουσ αρσ ] μακρόβιος [επίθ.]
μακελειό [ουσ ουδ.] μακροβιότητα [θηλ.ουσ]
μακέλεμα [ουσ ουδ.] μακροβίοτος [επίθ.]
μακελεύω [ρ.] μακροβούτι {χωρ. γεν....
μακέτα {μακετών} μακροδακτυλία [θηλ.ουσ]
μακετίστας {μακετιστώ... μακροδακτυλικός [επίθ.]
μακιαβελικά [επίρ.] μακροδάκτυλος [επίθ.]
μακιαβελικός [επίθ.] μακροδομή [θηλ.ουσ]
μακιαβελισμός {χωρ. πληθ... μακροδοντία [θηλ.ουσ]
μακιγιάζ [ουσ ουδ.] μακροζωία {χωρ. πληθ...
μακιγιάρισμα [ουσ ουδ.] μακροημέρευση [θηλ.ουσ]
μακιγιάρομαι [ρ.] μακροθυμία [θηλ.ουσ]
μακιγιάρω {μακιγιάρι... μακρόθυμος [επίθ.]
μακιγιέρ [ουσ αρσ ] μακροκεφαλία {μακροκεφα...
μακό [ουσ ουδ.] μακρόκοσμος [ουσ αρσ ]
μακραίνω {μάκρυνα} ... μακροκρυσταλλικός [επίθ.]
μακράν [επίρ.] μακρολογία {μακρολογι...
μάκρεμα {μακρέματο... μακρομελία [θηλ.ουσ]
μακρηγορία [θηλ.ουσ] μακρομοριακός [επίθ.]
μακρηγορώ {μακρηγορε... μακρομόριο {μακρομορί...
μακριά [επίρ.] μακροοικονομία [θηλ.ουσ]
μακριά! [επιφ.] μακροοικονομικός [επίθ.]
μακρινάρι {μακριναρ-... μακροοργανισμός [ουσ αρσ ]
μακρινός [επίθ.] μακρόπνοος [επίθ.]
μακριός [επίθ.] μακροπρόθεσμα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: