Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μακιγιάρομαι
ρήμα

1 dipingersi
2 inverniciarsi
3 tingersi
4 truccarsi
5 farsi la faccia
6 imbellettarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μακιγιάρισμα μακιγιάρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---