Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μακιγιάρω
ρήμα μεταβατικό

1 dipingersi
2 imbellettare
3 imbiaccare
4 truccare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μακιγιάρομαι μακιγιέρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---