Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιχειρήσιμος [επίθ.] επιχωμάτωση [θηλ.ουσ]
επιχειρώ [-είς, -εί... επιχωριάζω {μόνο σε ε...
επιχέρισμα [ουσ ουδ.] επιχώριος [επίθ.]
επιχερώ [ρ. μτβ.] επιψαύω {επέψαυσα}...
επιχορήγηση {-ης κ. -ή... επιψευδαργυρωμένος [επίθ.]
επιχορηγούμαι [ρ. παθ.] επιψευδαργυρώνω [ρ. μτβ.]
επιχορηγούμενος [επίθ.] επιψευδαργύρωση [θηλ.ουσ]
επιχορηγώ {επιχορηγε... επιψηφίζομαι [ρ. παθ.]
επιχρίομαι αόρ. επέχρ... επιών [επίθ.]
επίχριση [θηλ.ουσ] επλάζω [ρ. μτβ.]
επίχρισμα {επιχρίσμ-... επλάστριν [ουσ ουδ.]
επιχρίω {επέχρισα,... εποίκηση [θηλ.ουσ]
επίχρυσος [επίθ.] εποικίζομαι [ρ. παθ.]
επιχρύσωμα [ουσ ουδ.] εποικίζω {εποίκισ-α...
επιχρυσωμένος [επίθ.] εποικισμός [ουσ αρσ ]
επιχρυσώνομαι [ρ. παθ.] εποικοδόμημα {εποικοδομ...
επιχρυσώνω {επιχρύσω-... εποικοδόμηση {-ης κ. -ή...
επιχρύσωση {-ης κ. -ώ... εποικοδομητικά [επίρ.]
επιχρυσωτής [ουσ αρσ ] εποικοδομητικός [επίθ.]
επιχρωμιωμένος [επίθ.] εποικοδομώ [-είς, -εί...
επιχρωμίωση [θηλ.ουσ] έποικος [επίθ.]
επίχωμα {επιχώμ-ατ... έποικος [ουσ αρσ και θηλ.]
επιχωματίζομαι [ρ. παθ.] εποικώ [-είς, -εί...
επιχωματώνομαι [ρ. παθ.] εποκρατώ [ρ. μτβ.]
επιχωματώνω {επιχωμάτω... έπομαι {μόνο σε ε...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: