Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιχωματώνομαι
ρήμα παθητικό


επιχωματώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 interra`re, colma`re di terra
2 alza`re il live`llo di un terre`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιχωματίζομαι επιχωμάτωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---