Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εποικισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 colonizzazio`ne ~f~
2 trasferime`nto ~m~ di colo`ni dispo`sto dallo stato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εποικίζω εποικοδόμημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---