Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Εκατόστυλος [επίθ.] εκβλάστηση {-ης κ. -ή...
εκατόχρονος [επίθ.] εκβλαστητικός [επίθ.]
εκβάθυνση {-ης κ. -ύ... εκβληθείς [επίθ.]
εκβαθύνω [ρ. μτβ. και αμετβ.] έκβλητος [επίθ.]
εκβάλλω {εξέβαλα, ... εκβολή [θηλ.ουσ]
εκβάλλω {εξέβαλα, ... εκβράζω {εξέβρασα,...
εκβάλλων [επίθ.] έκβρασμα [ουσ ουδ.]
εκβαρβαρίζομαι [ρ. παθ.] εκβραχίζω (εκβράχισα...
εκβαρβαρίζω [ρ. μτβ.] εκβραχισμός [ουσ αρσ ]
εκβαρβαρισμός {-ης κ. -ά... εκγερμανίζομαι [ρ. παθ.]
εκβαρβαρώνω {εκβαρβάρω... εκγερμανίζω [ρ. μτβ.]
έκβαση [θηλ.ουσ] εκγλύφανο {εκγλυφάν-...
εκβιάζω {εκβίασ-α ... εκγυμνάζω {εκγύμνασ-...
εκβιασμός [ουσ αρσ ] εκγύμναση {-ης κ. -ά...
εκβιαστής [ουσ αρσ ] εκγυμναστής [ουσ αρσ ]
εκβιαστικός [επίθ.] εκγυμνάστρια [θηλ.ουσ]
εκβιάστρια {εκβιαστρι... εκδασώνω [ρ. μτβ.]
εκβιομηχανίζομαι [ρ. παθ.] εκδάσωση {-ης κ. -ώ...
εκβιομηχανίζω (εκβιομηχά... έκδηλος [επίθ.]
εκβιομηχάνιση {-ης κ. -ί... εκδηλώνομαι [ρ. παθ.]
εκβιομηχανισμένος [επίθ.] εκδηλώνω {εκδήλω-σα...
εκβιομηχανισμός [ουσ αρσ ] εκδήλωση {-ης κ. -ώ...
εκβλασταίνω [ρ. μτβ.] εκδηλωτικός [επίθ.]
εκβλαστάνω {εκβλάστησ... εκδημικός [επίθ.]
εκβλάστημα {εκβλαστήμ... εκδημοκρατίζω {εκδημοκρά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: