Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αξεμολόγητος [επίθ.] αξιέραστος [επίθ.]
αξεμπέρδευτος [επίθ.] αξίες [θηλ. ουσ πληθ.]
αξενία [θηλ.ουσ] αξίζω (μόνο σε ε...
αξένοιαστα [επίρ.] αξίζων [επίθ.]
αξένοιαστος [επίθ.] αξίνα {αξινών}
άξενος [επίθ.] αξίνη [θηλ.ουσ]
αξεπέραστος [επίθ.] αξιογέλαστος [επίθ.]
αξεπλέρωτος [επίθ.] αξιοδάκρυτος [επίθ.]
αξερίζωτος [επίθ.] αξιοζήλευτος [επίθ.]
αξεσκόλιστος [επίθ.] αξιοθαύμαστα [επίρ.]
αξεσουάρ [ουσ ουδ πληθ.] αξιοθαύμαστος [επίθ.]
άξεστα [επίρ.] αξιοθέατα [ουσ ουδ πληθ.]
άξεστος [επίθ.] αξιοθέατο [ουσ ουδ.]
αξετίμητος [επίθ.] αξιοθέατος [επίθ.]
αξετύλιχτος [επίθ.] αξιοθρήνητα [επίρ.]
αξεφτίλιστος [επίθ.] αξιοθρήνητος [επίθ.]
αξέχαστος [επίθ.] αξιοκατάκριτος [επίθ.]
αξεχώριστος [επίθ.] αξιοκαταφρόνετος [επίθ.]
αξεψύχιστος [επίθ.] αξιοκαταφρόνητος [επίθ.]
αξημέρωτα [επίρ.] αξιοκατηγόρητος [επίθ.]
αξία {αξιών} αξιοκρατία {χωρ. πληθ...
αξιαγάπητα [επίρ.] αξιοκρατικά [επίρ.]
αξιαγάπητος [επίθ.] αξιοκρατικός [επίθ.]
αξιαζούμενος [επίθ.] αξιολάτρευτος [επίθ.]
αξιέπαινος [επίθ.] αξιολογημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: