Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αξά  
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [Αξιά]

αξία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 valo`re ~m~ αντικείμενα άνευ αξίας==oggetti senza valore
2 αρετή me`rito ~m~; valo`re ~m~; pre`gio ~m~ οι ηθικές αξίες==i valori morali | καλλιτεχνική αξία==valore artistico | συναισθηματική αξία==valore affettivo | έδειξε την αξία του==ha mostrato il suo valore | επιβραβεύω κάποιον ανάλογα με την αξία του==premiare qualcuno secondo il merito
3 economia valo`re ~m~ εσωτερική αξία νομίσματος==valore intrinseco di una moneta | ονομαστική αξία==valore nominale

αξίες  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

re`ndita ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανώφορον αξάγγλυγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---