Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αξιοθέατα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

cose ~fp~ degne d'esser vedute; i monumenti ~mp~ μας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης==ci hanno fatto visitare i monumenti della città

αξιοθέατο  
ουσιαστικό ουδέτερο

vedu`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αξιοθαύμαστος αξιοθέατος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα αξιοθέατα = i monumenti [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---