Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζιζάνειον  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 botanica lo`glio ~m~, zizza`nia ~f~
2 (fig) zizza`nia ~f~, disco`rdia ~f~ σπέρνω ζιζάνια == seminare zizzania
3 (fig) diavole`tto ~m~, folle`tto ~m~ είναι το ζιζάνιο της τάξης == è il folletto della classe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζιγκολό ζιζάνια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---