Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζαβλακώνομαι
ρήμα παθητικό ((popolare)) intonti`rsi, e`ssere intonti`to ζαβλακώνω ρήμα μεταβατικό ((popolare)) stordi`re, intonti`re, inebeti`re, introna`re σαν να με ζαβλάκωσε λιγάκι το κρασί == quel vino mi ha un po' stordito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |