Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαβλακώνομαι
ρήμα παθητικό

((popolare)) intonti`rsi, e`ssere intonti`to

ζαβλακώνω  
ρήμα μεταβατικό

((popolare)) stordi`re, intonti`re, inebeti`re, introna`re σαν να με ζαβλάκωσε λιγάκι το κρασί == quel vino mi ha un po' stordito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαβλακωμένος ζαβολιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---