Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπολογίζω
ρήμα μεταβατικό

calcolare, contare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπολογιζόμενος υπολογίσιμος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


υπολογίζω σε κανέναν = contare su qualcuno || υπολογίζω κάτι = tenere conto di qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---