Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόυπολογιστής
ουσιαστικό αρσενικό calcolatore (m), computer (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο φορητός υπολογιστής = computer [αρσ. άκλ.] portatile Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |