Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερπαραγωγή
ουσιαστικό θηλυκό

1 soprapproduzione
2 sovrapproduzione
3 superproduzione
4 eccesso di produzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερπαράγω υπερπατριώτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---