Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπεροχή
ουσιαστικό θηλυκό

1 ascendente
2 bontà
3 dominio
4 eccellenza
5 egemonia
6 eminenza
7 forte
8 padronanza
9 perfezione
10 precedenza
11 predominanza
12 predominio
13 pregio
14 preponderanza
15 prestigio
16 prevalenza
17 primato
18 signoria
19 sovranità
20 sublimità
21 superiorità
22 supremazia
23 vantaggio
24 vanto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερευχαριστημένος υπέροχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---