Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερεπάρκεια
ουσιαστικό θηλυκό

1 copiosità
2 dovizia
3 esuberanza
4 profusione
5 ridondanza
6 rigogliosità
7 sovrabbondanza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερεπαινώ υπερεπιθυμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---