Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπερασπιστής
ουσιαστικό αρσενικό

1 difensore
2 patrono
3 predicatore
4 protettore
5 rivendicatore
6 soldato
7 sostenitore
8 tutore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπερασπίσιμος υπερασπιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---