Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


υπέρβαση
ουσιαστικό θηλυκό

1 [προσπέρασμα] superamento
2 [ταχύτητας] violazione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  υπέρβαρος υπερβασία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η υπέρβαση ταχύτητα = eccesso [αρσ.] di velocità


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---