Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόξηρός
επίθετο 1 secco 2 [χωρίς βλάστηση] arido, brullo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι ξηροί καρποί [m.] = frutta [θηλ.] secca Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |