Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξινίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 acidificare
2 acidulare
3 alterarsi
4 guastarsi
5 inacidire
6 inacidire
7 inacidirsi
8 inagrestire
9 inagrire
10 infortire
11 dar la volta
12 sapere d'acido
13 infortirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξινάρι ξινίλα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ξινίζω τα μούτρα = storcere il naso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---