Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξηραντικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξηραντικός
επίθετο

1 disseccativo
2 essiccante
3 essiccativo
4 siccativo

permalink
‹ ξηραντήριο
ξηρασία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξηρά {χωρ. γεν....
ξηραίνω {ξήρανα, ξ...
ξήρανση {-ης κ. -ά...
ξηραντήρας [ουσ αρσ ]
ξηραντήριο {ξηραντηρί...
ξηραντικός [επίθ.]
ξηρασία {ξηρασιών}
ξηρογραφία {ξηρογραφι...
ξηρογραφικός [επίθ.]
ξηροδερμία {ξηροδερμι...
ξηρόδερμος [επίθ.]
ξηρολιθοδομή [θηλ.ουσ]
ξηρός [επίθ.]
ξηρότητα {χωρ. πληθ...
ξηρόφιλος [επίθ.]
ξίγκι [ουσ ουδ.]
ξιδάτος [επίθ.]
ξίδι {ξιδ-ιού |...
ξιδιάζω {ξίδιασ-α,...
ξίδιασμα [ουσ ουδ.]


{{ID:XHRANTIKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti