Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόξηλώνομαι
ρήμα 1 sborsare (vt) 2 scucirsi (vrifl) 3 sfilacciare (vi) 4 sfilacciarsi (vrifl) 5 sfilarsi (vrifl) 6 sfioccarsi (vrifl) 7 venire via 8 mettere mano alla tasca permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |