Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεπατώνω
ρήμα μεταβατικό

1 distruggere
2 rovinare (vt)
3 sfondare (vt)
4 spossare (vt)
5 mandare in malora
6 mandare in rovina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεπατώνομαι ξεπεδουκλώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---