Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεπεσμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 abiezione
2 decadenza
3 degradazione
4 prosternazione
5 prostrazione
6 regresso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεπεσμένος ξεπέταγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---