Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεπάγωμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 agghiacciamento
2 disgelo
3 sbloccamento
4 sblocco
5 scongelamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεπαγιασμένος ξεπαγώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---