Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόξενυχτώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 passare la notte (f) insonne 2 [διασκεδάζοντας] fare le ore (fpl) piccole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |