Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεφυσώ
ρήμα αμετάβατο

1 ansare
2 boccheggiare
3 buffare
4 sbuffare (vi)
5 soffiare (vi)
6 spirare (vi)
7 stronfiare (vi)
8 avere il fiato corto
9 avere il fiato grosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεφύσημα ξεφυτρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---