Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεχαρβαλώνω
ρήμα μεταβατικό

1 danneggiare
2 guastare
3 sciupare (vt)
4 scompigliare (vt)
5 scomporre (vt)
6 scorporare (vt)
7 smantellare (vt)
8 squinternare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεχαρβαλώνομαι ξεχαρβάλωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---