Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεχειλίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [βάζο, ποτήρι] traboccare
2 [ποτάμι] essere in piena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεχασμένος ξεχείλισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---