Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ξεβρόμισμα
ουσιαστικό ουδέτερο
1
lavaggio
2
nettatura
3
pulita
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ξεβρομίζω
ξεγάντζωμα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ξεβράκωμα
[ουσ ουδ.]
ξεβρακώνομαι
[ρ.]
ξεβρακώνω
{ξεβράκω-σ...
ξεβράκωτος
[επίθ.]
ξεβρομίζω
{ξεβρόμισα...
ξεβρόμισμα
[ουσ ουδ.]
ξεγάντζωμα
[ουσ ουδ.]
ξεγαντζώνομαι
[ρ.]
ξεγαντζώνω
(ξεγάντζ-ω...
ξέγδαρμα
[ουσ ουδ.]
ξεγδέρνομαι
αόρ. ξέγδα...
ξεγδέρνω
αόρ. ξέγδα...
ξεγέλασμα
[ουσ ουδ.]
ξεγελασμένος
[επίθ.]
ξεγελαστής
[ουσ αρσ ]
ξεγελιέμαι
[ρ. παθ.]
ξεγελώ
[-άς, -ά] ...
ξεγλιστράω
[ρ.]
ξεγλίστρημα
[ουσ ουδ.]
ξεγλιστρώ
{ξεγλιστρά...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis